- σιτοφάγα
- σῑτοφάγα , σιτοφάγοςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιτοφάγος — α, ο / σιτοφάγος, ον, ΝΑ, και σιτηφάγος, ον, Α αυτός που τρώει σιτάρι (α. «σιτοφάγα έντομα» β. «γῆς τε ἐργάται καὶ σιτοφάγοι», Ηρόδ.) αρχ. αυτός που τρέφεται με ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + φάγος*] … Dictionary of Greek